γανωτής

γανωτής
ο
ο γανωματάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γανωτής — ο [γανώνω] ο γανωματής …   Dictionary of Greek

  • γανωτῆς — γανωτός tinned fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γανωτοῦ — γανωτής tinsmith masc gen sg γανωτός tinned masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γανωτήν — γανωτής tinsmith masc acc sg (attic epic ionic) γανωτός tinned fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γανωτῶν — γανωτής tinsmith masc gen pl γανωτός tinned fem gen pl γανωτός tinned masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γανωτά — γανωτά̱ , γανωτής tinsmith masc nom/voc/acc dual γανωτής tinsmith masc voc sg γανωτής tinsmith masc nom sg (epic) γανωτός tinned neut nom/voc/acc pl γανωτά̱ , γανωτός tinned fem nom/voc/acc dual γανωτά̱ , γανωτός tinned fem nom/voc sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύφτος — ο, θηλ. γύφτισσα (Μ γύφτος) 1. αθίγγανος, τσιγγάνος 2. σιδεράς 3. γανωτής, χαλκοματάς 4. άνθρωπος πολύ μελαχρινός 5. ρυπαρός, ακάθαρτος, βρομιάρης, ατημέλητος 6. άξεστος 7. τσιγγούνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αιγύπτιος, με σίγηση τού αρκτικού Αι και τροπή… …   Dictionary of Greek

  • καλαϊτζής — Επώνυμο πλούσιας οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη, η οποία καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Επειδή οι Τούρκοι υποψιάστηκαν τα μέλη της για συνεργασία στο επαναστατικό κίνημα του Υψηλάντη, τα φυλάκισαν αδιακρίτως φύλου και ηλικίας …   Dictionary of Greek

  • κασσιτεράς — κασσιτερᾱς, ὁ (Α) κασσιτερωτής, γανωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίτερος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. αρτυματ άς, λαχαν άς)] …   Dictionary of Greek

  • κασσιτερωτής — ο ο τεχνίτης που επικαλύπτει μαγειρικά σκεύη ή άλλα μεταλλικά αντικείμενα με κασσίτερο, γανωτής, γανωματής, γανωντζής, καλαϊτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσιτερώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”